ἐπιτηδείως
From LSJ
τηλέφαντον κυανέας χθονὸς ἄστρον → far-shining star of the blue land
English (Woodhouse)
(see also: ἐπιτήδειος) suitably, conveniently, fitly, studiously, carefully, on friendly terms
French (Bailly abrégé)
adv.
1 d'une manière appropriée, à propos, convenablement, utilement : τινι pour qqn;
2 avec soin;
Cp. ἐπιτηδειότερον.
Étymologie: ἐπιτήδειος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτηδείως: ион. тж. ἐπιτηδέως
1) надлежащим образом (ποιεῖν τι Her.);
2) выгодно, на пользу (τινὶ πολιτεύειν Thuc.);
3) усердно, ревностно (ὑπηρετέεσθαι ἔς τινα Her.).