διαταράττω
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
French (Bailly abrégé)
att. c. διαταράσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαταράττω, andere dial. dan Att. διαταράσσω, in verwarring brengen.