ἀμευσιεπής

From LSJ
Revision as of 17:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμευσιεπής Medium diacritics: ἀμευσιεπής Low diacritics: αμευσιεπής Capitals: ΑΜΕΥΣΙΕΠΗΣ
Transliteration A: ameusiepḗs Transliteration B: ameusiepēs Transliteration C: amefsiepis Beta Code: a)meusieph/s

English (LSJ)

ές, surpassing words, φροντίς Pi.Fr.24.

Spanish (DGE)

-ές
• Prosodia: [ᾰ-]
que responde con palabras φροντίς Pi.Fr.24.

Russian (Dvoretsky)

ἀμευσιεπής: побеждающий словами, т. е. легко находящий слова (φροντίς Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμευσιεπής: -ές, φροντίς: «διαλλάσσουσα καὶ ἀμειβομένη τοῖς λόγοις», Ἡσύχ. ― «ἀμευσιεπῆ φροντίδα φησὶ τὴν ταχέως εὑρετικὴν διάνοιαν», Πίνδ. παρ’ Εὐστ. Πονηματ. 56. 86.

English (Slater)

ᾰμευσιεπής surpassing words, faster than words ἀμευσιεπῆ φροντίδα (ταχέως εὑρετικὴν διάνοιαν, Eustath.) fr. 24.

Greek Monolingual

ἀμευσιεπής, -ές, (Α)
αυτός που ξεπερνά τα λόγια, ευρετικός, επινοητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμευσι- (< ἀμεύομαι + -επὴς < ἔπος.