λευκοπληθής

From LSJ
Revision as of 13:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκοπληθής Medium diacritics: λευκοπληθής Low diacritics: λευκοπληθής Capitals: ΛΕΥΚΟΠΛΗΘΗΣ
Transliteration A: leukoplēthḗs Transliteration B: leukoplēthēs Transliteration C: lefkoplithis Beta Code: leukoplhqh/s

English (LSJ)

ές, full of persons in white, ἐκκλησία Ar.Ec.387.

Russian (Dvoretsky)

λευκοπληθής: полный одетыми в белое людьми (ἐκκλησία Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

λευκοπληθής: -ές, πλήρης ἀνθρώπων ἐνδεδυμένων λευκά, ἐκκλησία Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 387.

Greek Monolingual

λευκοπληθής, -ές (Α)
(για συνέλευση του λαού) γεμάτος ανθρώπους ντυμένους στα λευκά («οὐ γὰρ ἀλλ' ὑπερφυῶς ὡς λευκοπληθὴς ἦν ἰδεῖν ἐκκλησία», Αριστοφ.).