μονόρρυθμος

Revision as of 14:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, of solitary kind, μ. δόμοι houses dwelt in by one only, A.Supp. 961.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ajusté ou arrangé par un seul ; dont l'ordonnance est simple.
Étymologie: μόνος, ῥυθμός.

Russian (Dvoretsky)

μονόρρυθμος: рассчитанный на одного только, отдельный (δόμος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

μονόρρυθμος: -ον, ἰδιόρρυθμος, δόμος μ., οἰκία ὑφ’ ἑνὸς μόνου κατοικουμένη, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 961.

Greek Monolingual

μονόρρυθμος, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει σε έναν μοναδικό ρυθμό ή αποτελεί μοναδικό είδος
2. αυτός που κατοικείται μόνο από έναν («πάρεστιν οἰκεῖν καὶ μονορρύθμους δόμους», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μον-ωρύχος (πρβλ. χρυσωρύχος) < μον(ο)- + ῥυθμός (πρβλ. εύ-ρυθμος)].

English (Woodhouse)

alone, solitary