πρωτόσπορος
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
ον, Pass., first sown or generated, Theodect. 18, Nonn. D. 9.142, etc.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που σπάρθηκε ή γονιμοποιήθηκε πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -σπόρος (< σπόρος < σπείρω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].
Russian (Dvoretsky)
πρωτόσπορος: впервые созидающий, творящий (θεοῦ φωνή Anth.).