νυκτοπόλεμος
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
Greek (Liddell-Scott)
νυκτοπόλεμος: ὁ, πόλεμος ἐν ὥρᾳ νυκτός, Ἀφρικ. Κεστ. 310.-
Greek Monolingual
νυκτοπόλεμος, ὁ (Α)
πόλεμος που γίνεται τη νύχτα.