ἐπαναρριπτέω
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
v. ἐπαναρρίπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαναρριπτέω: подпрыгивать, подскакивать (λαγῷ ἐπαναρριπτοῦντες Xen.).