σφαιροπαίκτης
From LSJ
φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft
English (LSJ)
ου, ὁ, ball-player, juggler, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
σφαιροπαίκτης: -ου, ὁ, ὁ σφαιροπαικτῶν, σφαιριστής, Γλωσσ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 270.
Greek Monolingual
ὁ, Α
σφαιριστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + παίκτης (< παίζω), πρβλ. οργανοπαίκτης.