συνεπιθυμητής

From LSJ
Revision as of 11:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genusNatur ist überlegen jedem Unterricht

Menander, Monostichoi, 213
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιθῡμητής Medium diacritics: συνεπιθυμητής Low diacritics: συνεπιθυμητής Capitals: ΣΥΝΕΠΙΘΥΜΗΤΗΣ
Transliteration A: synepithymētḗs Transliteration B: synepithymētēs Transliteration C: synepithymitis Beta Code: sunepiqumhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, one of the same desires, Pl.Clit.408c.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεπιθυμητής -οῦ, ὁ [συνεπιθυμέω] iemand met dezelfde verlangens.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιθῡμητής: οῦ ὁ питающий те же стремления, т. е. сотоварищ (οἱ ἡλικιῶται καὶ συνεπιθυμηταί Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιθῡμητής: -οῦ, ὁ, ὁ συνεπιθυμῶν, ὁ τὸ αὐτὸ ἐπιθυμῶν, συνεραστής, Πλάτ. Κλειτοφ. 480D.

Greek Monolingual

ὁ, Α συνεπιθυμῶ
αυτός που έχει τις ίδιες επιθυμίες με κάποιον άλλο.