ἀνθρωπορραίστης

From LSJ
Revision as of 13:17, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωπορραίστης Medium diacritics: ἀνθρωπορραίστης Low diacritics: ανθρωπορραίστης Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΡΡΑΙΣΤΗΣ
Transliteration A: anthrōporraístēs Transliteration B: anthrōporraistēs Transliteration C: anthroporraistis Beta Code: a)nqrwporrai/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ῥαίω) A man-destroyer, drawcansir, a comedy of Strattis. II title of Dionysus at Tenedos, Ael.NA12.34.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ destructor de hombres epít. de Dioniso en Ténedos, Ael.NA 12.34, tít. de una comedia de Stratt., Sch.E.Or.279.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπορραίστης: -ου, ὁ, (ῥαίω) ὁ τοὺς ἀνθρώπους καταστρέφων, ὄνομα κωμῳδίας τοῦ Στράττιδος Meineke, Κωμ. Ἕλληνες 1. 224 (Ἀθήν. 127C).

Greek Monolingual

ἀνθρωπορραίστης, ο (Α)
1. αυτός που συντρίβει, που καταστρέφει τους ανθρώπους
2. τίτλος του Διονύσου στην Τένεδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + -ραίστης < ραίω «θραύω, συντρίβω, καταστρέφω»].