ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
voc. de γέρων.
v. γέρων.
γέρον:1) n к γέρων II;2) voc. к γέρων I.
γέρον n., zie γέρων.