χρηματιστικόν
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
Russian (Dvoretsky)
χρημᾰτιστικόν: τό
1) Plat., Arst. = χρηματιστική;
2) торговый класс, дельцы Arst.