ἀφροδισιαστικός
English (LSJ)
ή, όν, = ἀφροδισιακός, χάρις Arist. Pol. 1311b16; συνδυασμοί Gal. 1.339. of men and animals, lecherous, salacious, Arist. HA 488b4, Gal. 1.624.
aphrodisiac, ἐδέσματα Arist. Pr. 954a3, cf. Gal. 14.241.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 libidinoso, lascivo de pers., Arist.GA 774b2, HA 518b11, 582a22, de los jinetes, Arist.Pr.877b15
•de anim., esp. algunas aves como perdices y gallos, Arist.HA 488b4, τράγος Gal.1.624
•de abstr. ἡ ἀφροδισιαστικὴ χάρις el placer sexual Arist.Pol.1311b16.
2 que propicia el uso del sexo, afrodisíaco ἐδέσματα Arist.Pr.954a3, de un brebaje, Gal.14.241, de la temperatura de los testículos, Gal.1.339
•erótico de muslos velludos, Gal.1.624, συνδυασμοί Ath.457d.
German (Pape)
[Seite 415] sehr zum Liebesgenuß geneigt, Arist. probl. 3, 33, öfter, u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀφροδῑσιαστικός: 3
1) любовный (χάρις Arst.);
2) склонный к любовным наслаждениям, страстный (ζῷα Arst.);
3) возбуждающий любовную страсть (ἐδέσματα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφροδῑσιαστικός: -ή, -όν, = ἀφροδισιακός, χάρις Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 17. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 5, 7, κτλ. ΙΙ. διεγερτικὸς πρὸς τὰ ἀφροδίσια, ἐδέσματα ὁ αὐτ. Προβλ. 30. 1, 13.
Greek Monolingual
ἀφροδισιαστικός, -όν (Α) αφροδισιαστής
1. αφροδισιακός
2. (για ανθρώπους ή ζώα) λάγνος, ασελγής.