αφροδισιακός

From LSJ

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμενharbour secret counsels

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀφροδισιακός, -ή, -όν) αφροδίσιος
1. (για διάφορες ουσίες και φάρμακα) διεγερτικός, αυτός που προκαλεί γενετήσια επιθυμία και υποβοηθεί την εκτέλεση της σεξουαλικής πράξης
2. «ἀφροδισιακός λίθος» — είδος πολύτιμου λίθου για τον οποίο πίστευαν στην αρχαιότητα ότι έχει διεγερτικές ιδιότητες.