страстный
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
Russian > Greek
περιμάχητος, πυρισμάραγος, διάπυρος, ἐπιθυμητικός, ἀφροδισιαστικός, ἰσχυρός, ὀξύς, θυμικός, σφοδρός, θερμουργός, θερμόνοος, θερμόνους, περιπεταστός, λάβρος, μαλερός, θυμοειδής, ἔκθυμος, θερμός, ὑγρός