ὦσις
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
English (LSJ)
εως, ἡ, = ὤθησις, thrusting, pushing, Hp.Aph.3.26(pl.); opp. ἕλξις, Arist.Ph.243a17, de An.433b25; of an injury to the skull, depression, Gal. ap. Orib.46.21.1: pl., thrusts, Plu.2.916d, Procl.in Ti. 1.297 D., al.
German (Pape)
[Seite 1421] ἡ, = ὤθησις, das Stoßen, der Stoß, Plut. qu. nat. 19.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
heurt, coup.
Étymologie: ὠθέω.
Greek (Liddell-Scott)
ὦσις: -εως, ἡ, = ὤθησις, κοινῶς, «σπρώξιμον», Ἱππ. Ἀφορ. 1248, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 3, π. Ψυχ. 3. 10, 9. ΙΙ. κτύπημα δι’ ὤσεως, οἱ δὲ πληγὰς (ποιοῦσιν), οἱ δὲ ὤσεις Πλούτ. 5. 916D.
Russian (Dvoretsky)
ὦσις: εως ἡ ὠθέω
1) подталкивание, толкание (ὦ. καὶ ἕλξις Arst.);
2) толчок (πληγαὶ καὶ ὤσεις Plut.).