εἰσωτερικός
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
Spanish (DGE)
εἰσωτερικός, εἰσωτερική, εἰσωτερικόν
• Alolema(s): más frec. ἐσωτερικός
I 1secreto, esotérico λόγοι Origenes Cels.1.7, cf. 3.37, Didym.in Eccl.7.25, μύησις Gr.Nyss.Eun.2.316, cf. M.46.133B, μαθήματα Iambl.Comm.Math.18
•subst. οἱ ἐσωτερικοί (sc. λόγοι) doctrinas secretas Gal.5.313, cf. Didym.in Eccl.10.2, Origenes Io.10.18.107
•esotérico, iniciado de los admitidos a recibir las enseñanzas de Pitágoras, Iambl.VP 72, Hippol.Haer.1.2.4.
2 interno, no público ref. los escritos de Aristóteles op. ἐξωτερικός: μέμνησο τὸ μὲν ἐξωτερικόν, τὸ δὲ ἐ. καλεῖν Luc.Vit.Auct.26, cf. Procl.in Prm.1024, λέγουσι ... οἱ Ἀριστοτέλους τὰ μὲν ἐσωτερικὰ εἶναι Clem.Al.Strom.5.9.58.
II adv. εἰσωτερικῶς
1 en sentido oculto o esotérico τοῦτο ... εἰ. ... ἐκλαβεῖν δεῖ Didym.in Ps.69.4, cf. in Zach.3.259.
2 en su fuero interno, interiormente, εἰσωτερικῶς νοοῦντες Didym.in Zach.2.206.