Θαλία

From LSJ
Revision as of 13:35, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
Thalie :
1 une des trois Grâces;
2 Muse de la comédie et des chansons de table.
Étymologie: cf. Θάλεια.

English (Slater)

Θᾰλία
   a Festivity, one of the Graces. ὦ πότνἰ Ἀγλαία φιλησίμολπέ τ' Εὐφροσύνα, θεῶν κρατίστου παῖδες, Θαλία τε ἐρασίμολπε (O. 14.15)
   b pl., festivity, holiday Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις (O. 7.94) ἀείδετο δὲ πὰν τέμενος τερπναῖσι θαλίαις (O. 10.76) καὶ σὺν εὐφώνοις θαλίαις ὀνυμαστάν (sc. πόλιν) (P. 1.38) (Ὑπερβορέων) ὦν θαλίαις ἔμπεδον εὐφαμίαις τε μάλιστ' Ἀπόλλων χαίρει (P. 10.34) στεφάνων καὶ θαλιᾶν τροφὸν ἄλσος Ἀπόλλωνος (Pae. 6.14) dub. ex. θ[αλί]αν. (supp. Snell) (Pae. 6.183)

Russian (Dvoretsky)

Θᾰλία: ион. Θαλίη ἡ Талия
1 одна из трех Харит, покровительница пиров и празднеств Hes., Plut.;
2 муза комедии Plut.