μηνίτης
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
German (Pape)
[Seite 175] ὁ, der Zürnende, Arr. Epict. 4, 5, 18.
Greek (Liddell-Scott)
μηνίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὀργίλος ἢ ὠργισμένος ἄνθρωπος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 5, 18, ἔνθα ὁ Schweigh. διορθοῖ μηνυτής, ὁ δὲ Κοραῆς ἁπλῶς καταβιβάζει τὸν τόνο γράφων μηνιτής, καὶ ἑρμηνεύει μνησίκακος.
Mantoulidis Etymological
ὁ (=ὀργισμένος), ἀπό τό μηνίω.