ναύσταθμος
English (LSJ)
ὁ, = τὸ ναύσταθμον.
German (Pape)
[Seite 232] ὁ, = Vorigem, Plut. Aristid. 22 Anton. 63.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
ο (Α ναύσταθμος ὁ και ναύσταθμον, τὸ)
σταθμός πλοίων, τόπος όπου σταθμεύουν πλοία
νεοελλ.
(ειδικά) θαλάσσιος χώρος μέσα στον οποίο ελλιμενίζονται, επισκευάζονται και εφοδιάζονται πολεμικά πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + σταθμός.
Greek Monotonic
ναύσταθμος: ὁ, = το προηγ., σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ναύσταθμος: ὁ Polyb., Plut. = ναύσταθμον.
Mantoulidis Etymological
(=λιμάνι, ἀγκυροβόλι). Ἀπό τό ναῦς + σταθμός τοῦ ἵστημι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἵστημι καί στή λέξη ναῦς.