βούβοτος

Revision as of 10:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")

English (LSJ)

ον, grazed by cattle, Od.13.246, AP6.114 (Simm. or Phil.).

Spanish (DGE)

-ον
rico en pastos γαῖα Od.13.246, βούβοτον Ὀρβηλοῖο παρὰ σφυρόν al pie de la sierra de Orbelo rica en pastos Simm.22.

German (Pape)

[Seite 455] von Rindern beweidet, Hom. einmal, Od. 13, 246 von Ithaka αἰγίβοτος δ' ἀγαθὴ καὶ βούβοτος, tauglich um Rinder u. Ziegen zu weiden; Philipp. Thessalon. (VI, 114).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où paissent les bœufs ou en gén. les bestiaux.
Étymologie: βοῦς, βόσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βούβοτος -ον βοῦς, βόσκω door runderen beweid, door runderen begrazen.

Russian (Dvoretsky)

βούβοτος: питающий быков, изобилующий пастбищами для крупного рогатого скота (γαῖα αἰγίβοτος καὶ β. Hom.; Ὀρβηλοῖο σφυρόν Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

βούβοτος: -ον, ὁ ὑπὸ βοῶν νεμόμενος, Ὀδ. Ν. 246, Ἀνθ. II. 6. 114.

English (Autenrieth)

kine-pasture, Od. 13.246†.

Greek Monolingual

βούβοτος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός στον οποίο βόσκουν βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -βοτος < βόσκω (πρβλ. αιγίβοτος, ιππόβοτος, μηλόβοτος, πάμβοτος κ.ά.)].

Greek Monotonic

βούβοτος: -ον, αυτός που είναι πρόσφορος για τη βοσκή βοδιών, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

grazed by cattle, Od.