θεοπαράδοτος
From LSJ
Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat
English (LSJ)
ον,
A delivered by God, Procl. in Cra.p.59 P.; λόγια Marin. Procl.26; σοφία Dam.Pr.311.