εγχειρίδιο
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
Greek Monolingual
το (AM ἐγχειρίδιος, -ον)
το ουδ. ως ουσ. μικρό βιβλίο που περιέχει τις κυριότερες γνώσεις σε μια επιστήμη («εγχειρίδιο βοτανικής»)
αρχ.
Ι. 1. μικρό μαχαίρι, στιλέτο, κάμα
2. χειροκίνητο εργαλείο
επίθ. ἐγχειρίδιος, -ον
αυτός που κρατιέται στο χέρι.