πλευρῖτις
From LSJ
τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
English (LSJ)
(sc. νόσος), ιδος, ἡ, A pleurisy, Hp.Aph.3.23 (pl.), Ar.Ec.417, Ap11.382.17 (Agath.), etc. II = σκόρδιον, Ps.-Dsc.3.111.
German (Pape)
[Seite 631] ιδος, ἡ, fem. zu πλευρίτης, als subst., sc. νόσος, Seitenstechen, Seitenstiche; Ar. Eccl. 417; Pol. 2, 4, 6 u. bes. sp. Medic.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλευρῖτις -ιδος [πλευρά] subst. f. pleuritis.
Russian (Dvoretsky)
πλευρῖτις: ῐδος ἡ (sc. νόσος) колотье в боку Arph., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
πλευρῖτις: (δηλ. νόσος), ἡ, ἡ νόσος πλευρῖτις ὡς καὶ νῦν, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 417, κτλ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. πλευρίτιδα.