ἀγρώστης

Revision as of 19:30, 27 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "op." to "op.")

English (LSJ)

ου, ὁ, A = ἀγρότης, Subst. and Adj., S.Fr.94, E.HF377 (lyr.), Rh.287, AP6.37, Call.Hec.1.1.13, v.l. in Theoc.25.48. 2 wild, κήυκες Babr.115.2. II hunter, A.R.4.175. 2 a kind of spider, Nic.Th.734.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): ἀγρωστής A.R.4.175, EM α 195
I 1campesino A.Fr.46c.5, S.Fr.94, E.HF 377, Rh.287, Call.SHell.288.13.
2 de anim. que vive en el campo op. ὀρειονόμος: λύκοι Anaxil.12.
II tard. cazador A.R.4.175, de perros Epic.Alex.Adesp.SHell.939.21
de ciertos anim. que se dedica a la caza, depredador del pez volador, Babr.115.2, de una araña, Nic.Th.734, cf. Sch.ad loc.

Russian (Dvoretsky)

ἀγρώστης: ου ὁ поселянин, крестьянин Soph., Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγρώστης: -ου, ὁ, = ἀγρότης· οὐσιαστ. καὶ ἐπίθ., Λατ. agrestis, Σοφ. Ἀποσπ. 83, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 377, Ρῆσ. 266, ὁπόθεν ὁ Meineke διορθοῖ ἀγρωστῶν γεραρώτατος, ἐν Θεοκρ. 25, 48. ΙΙ. κυνηγὸς (ἀγρέω), Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 175· θηλ. ἀγρῶστις, ιδος, ἡ, ὡς ἐπίθετον θηρευτικῆς κυνός, Σιμωνίδ. 130 (κατ’ εἰκασίαν τοῦ Schneid. ἀντὶ ἄγρωσσα, πρβλ. Α. Β. 213, 332, ἔνθα το ἀγρῶσται ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ κυνηγέται). 2) εἶδος ἀράχνης, Νικ. Θ. 734.

Greek Monotonic

ἀγρώστης: -ου, ὁ = ἀγρότης, ουσ. και επίθ., σε Σοφ., Ευρ.

English (Woodhouse)

peasant, rural, opposed to townsman

German (Pape)

ὁ,
1 Landmann, Soph. Alex. frg. 83; Eur. Rhes. 266, 287, Herc.Fur. 377.
2 Jäger, Ap.Rh. 4.175.
3 eine Spinnenart, Nic. Ther. 734.
4 wie ἀγρώτηςἄγριος; λύκοι Anaxil. Ath. IX.374f.