ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
Full diacritics: ἐμετός | Medium diacritics: ἐμετός | Low diacritics: εμετός | Capitals: ΕΜΕΤΟΣ |
Transliteration A: emetós | Transliteration B: emetos | Transliteration C: emetos | Beta Code: e)meto/s |
ή, όν, vomited, Suid.
ἐμετός: ἴδε ἔμετος ἐν τέλει.
και έμετος, ο (AM ἔμετος)
αντανακλαστικό φαινόμενο από ποικίλες αιτίες κατά το οποίο εξέρχεται από το στόμα το περιεχόμενο του στομάχου
νεοελλ.
αίσθημα αηδίας
αρχ.
τάση για εμετό, αναγούλα.