vender
From LSJ
Spanish > Greek
ἀπαλλοτριόω, ἀμείβω, ἐμπολάω, ἀποδίδωμι, διατίθημι, ἐξαργυρόω, ἐκδιοικέω, διεμπολάω, ἐμπολέω, διαπωλέω, ἀπωνέομαι, ἀποπέρνημι, ἐκπιπράσκω, ἀποπιπράσκω, ἀποπρατίζομαι, διαπιπράσκω, ἀπεμπολάω, ἐμπιπράσκω
ἀπαλλοτριόω, ἀμείβω, ἐμπολάω, ἀποδίδωμι, διατίθημι, ἐξαργυρόω, ἐκδιοικέω, διεμπολάω, ἐμπολέω, διαπωλέω, ἀπωνέομαι, ἀποπέρνημι, ἐκπιπράσκω, ἀποπιπράσκω, ἀποπρατίζομαι, διαπιπράσκω, ἀπεμπολάω, ἐμπιπράσκω