Τυρρηνικός
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
ή, όν, Tyrrhenian, Etruscan, σανδάλια T. Cratin.131; κρατῆρες IG22.1648.36, 11(2).161B122,219B69 (Delos, iii B. C.): Τ. λόγος, a speech by Dinarchus: cf. Τυρσηνικός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Tyrrhénie, tyrrhénien ; Τυρρηνικὸν πέλαγος PLUT la mer Tyrrhénienne, partie de la Méditerranée qui baigne la côte O de l'Italie jusqu’à la Sicile.
Étymologie: Τυρρηνός.
Spanish
Russian (Dvoretsky)
Τυρρηνικός: ион. и староатт. Τυρσηνικός 3 тирренский (κώδων Soph.; πέλαγος Plut.).
Léxico de magia
-όν tirrénico λαβὼν κηρὸν Τυρρηνικὸν πλάσον ἀνδριάντα ..., ἤτω δὲ τρικέφαλος toma cera tirrénica y modela una estatua que tenga tres cabezas P IV 3131