νοημοσύνη
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
Greek Monolingual
η
1. (λογ.-φιλοσ.) η ικανότητα τών έλλογων όντων να νοούν, να σκέπτονται, να αντιλαμβάνονται, πνευματική ικανότητα, ευφυΐα
2. (ψυχολ.) αφηρημένη διανοητική ικανότητα αντίληψης, μάθησης και προσαρμογής, η οποία όμως διαφέρει από τις αντιδράσεις που απορρέουν από κίνητρα ή ένστικτα
3. φρ. α) «εγγενής νοημοσύνη» — όρος που χρησιμοποιείται στη χειροπρακτική για να εκφράσει τη δύναμη, την ενέργεια η οποία ενυπάρχει στον ζώντα οργανισμό
β) «δείκτης νοημοσύνης» — αριθμητική έκφραση του νοητικού επιπέδου ενός ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοήμων + κατάλ. -σύνη. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκαρλάτου Βυζαντίου].