ερωτεύομαι

Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἐρωτεύομαι) έρως
αγαπώ ερωτικά, καταλαμβάνομαι από ερωτικό συναίσθημα («τον ερωτεύθηκα για τη λεβεντιά του»)
νεοελλ.
συμπαθώ υπερβολικά, είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι («ερωτεύθηκα τη θάλασσα»).