ερωτεύομαι
Greek Monolingual
(Μ ἐρωτεύομαι) έρως
αγαπώ ερωτικά, καταλαμβάνομαι από ερωτικό συναίσθημα («τον ερωτεύθηκα για τη λεβεντιά του»)
νεοελλ.
συμπαθώ υπερβολικά, είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι («ερωτεύθηκα τη θάλασσα»).
(Μ ἐρωτεύομαι) έρως
αγαπώ ερωτικά, καταλαμβάνομαι από ερωτικό συναίσθημα («τον ερωτεύθηκα για τη λεβεντιά του»)
νεοελλ.
συμπαθώ υπερβολικά, είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι («ερωτεύθηκα τη θάλασσα»).