dificultoso
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
Spanish > Greek
δυσχερής, ἀκανθώδης, δυσπετής, δυσεργής, δυσμεταχείριστος, δυσπαρακόμιστος, δυσαπάντητος, ἀργαλέος, ἄπορος, δυσάντης, δυσχωρία