δυσάντης
English (LSJ)
or δυσαντής, ές, = δυσάντητος (disagreeable to meet, boding of ill) 1,
A φῦλα Opp.C.3.262; μῆνις Nonn. D.42.380.
II = δυσάντητος (hard to withstand) ΙΙ, κύματα ib.6.310, cf. Musae.324.
III hard to climb, ὁδός Ph.1.255; κολῶναι Opp.C.4.432.
Spanish (DGE)
-ες
1 lleno de obstáculos, dificultoso ὁδός Ph.1.255, Alex.Lyc.Man.21, cf. Plu.Fr.34, c. dat. κολῶναι ... δυσάντεες ἱππελάτῃσι Opp.C.4.432.
2 a lo que es difícil enfrentarse, que es un mal encuentro ἀγρευτῆρες Opp.C.2.360, φῦλα Opp.C.3.262, δυσαντέα φάσματα νυκτός Gr.Naz.M.37.444A, μῆνις Nonn.D.42.380, νεῦμα Nonn.D.44.258, κύματα Nonn.D.6.310, cf. Musae.324, Hsch.
German (Pape)
[Seite 676] = folgdm, sp. D., wie Opp. C. 2, 360. 3, 262
Greek (Liddell-Scott)
δυσάντης: -ες, = τῷ ἑπομ., Ὀππ. Κ. 2. 360, Νόνν., κτλ.
Greek Monolingual
δυσάντης, -ες και δυσαντής, -ές (Α)
ο δυσάντητος.