κομπορρημοσύνη
From LSJ
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
Greek Monolingual
η (Μ κομπορρημοσύνη) κομπορρήμων
μεγαλαυχία, περιαυτολογία, κομπασμός.
German (Pape)
ἡ, = κομπολογία, Sp.