καταφύγιο

From LSJ
Revision as of 18:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335

Greek Monolingual

και καταφύγι, το (AM καταφύγιον)
1. τόπος ή πρόσωπο όπου καταφεύγει κάποιος για να βρει βοήθεια, σωτηρία ή προστασία
2. κρυψώνας
νεοελλ.
στρ. υπόγειος χώρος που προορίζεται για την προστασία στρατιωτικού προσωπικού ή άμαχου πληθυσμού από τα θραύσματα, το ωστικό κύμα ή και τα άμεσα πλήγματα εκρηκτικών, κυρίως, βλημάτων («αντιαεροπορικό καταφύγιο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -φύγιον (-φυγος < -φυξ < θ. φυγ- του φεύγω, πρβλ. αόρ. β' -φυγ-ον), πρβλ. προσφύγιον, συμφύγιον].