περιστίχω
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
ranger tout autour.
Étymologie: περί, στίχω.
-άω, Α
στέκομαι ολόγυρα κατά σειρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -στιχῶ (< θ. στιχ- του στείχω), πρβλ. ομο-στιχώ].