περιστίχω

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

German (Pape)

[Seite 594] s. περιστίζω.

French (Bailly abrégé)

ranger tout autour.
Étymologie: περί, στίχω.

Greek Monolingual

-άω, Α
στέκομαι ολόγυρα κατά σειρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -στιχῶ (< θ. στιχ- του στείχω), πρβλ. ομο-στιχώ].