γαύρωμα

Revision as of 20:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

ατος, τό, subject for boasting, E.Tr.1250, Aristid.Or.28(49).124.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
objeto o motivo de orgullo E.Tr.1250, Aristid.Or.28.124.

German (Pape)

[Seite 476] τό, das worauf man stolz ist, Prunk, Eur. Tr. 1250.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sujet d'orgueil.
Étymologie: γαυρόομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαύρωμα -ατος, τό γαυρόω bron van trots:. κενὸν... γαύρωμα een ijdele bron van trots Eur. Tr. 1250.

Russian (Dvoretsky)

γαύρωμα: ατος τό предмет гордости, слава: κενὸν γ. Eur. тщеславие.

Middle Liddell

γαυρόομαι
a subject for boasting, Eur.

Greek Monolingual

το (Α)
αυτό για το οποίο υπερηφανεύεται κάποιος, το καύχημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαυρούμαι
το ενεργητικό μεταβιβαστικό γαυρώ είναι μεταγενέστερο].

Greek Monotonic

γαύρωμα: τό (γαυρόομαι), αιτία υπερηφάνειας, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

γαύρωμα: τό, τό ἐφ’ ᾧ τις ἐπαίρεται, αἰτία ὑπερηφανίας, Εὐρ. Τρῳ. 1250, Ἀριστείδ. 2. 394.

English (Woodhouse)

boasting