Μυκηναῖος
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Mycènes.
Étymologie: Μυκήνη.
English (Slater)
Μῠκηναῑος inhabitant of Mykenai λευκίππων Μυκηναίων προφᾶται (Μυκαναίων Schr.) fr. 202.
Russian (Dvoretsky)
Μῠκηναῖος: II ὁ микенец Hom. etc.
микенский Hom. etc.
Middle Liddell
Μυκηναῖος, η, ον
Mycenaean, Hom., etc.: fem. Μυκηνίς, ίδος, Eur.