μουστάκιον

From LSJ
Revision as of 22:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουστάκιον Medium diacritics: μουστάκιον Low diacritics: μουστάκιον Capitals: ΜΟΥΣΤΑΚΙΟΝ
Transliteration A: moustákion Transliteration B: moustakion Transliteration C: moustakion Beta Code: mousta/kion

English (LSJ)

τό, Dim. of* μούσταξ ( μύσταξ), An.Ox.3.76. II in plural, = Lat. mustacea, a sort of cake, Chrysipp. Tyan. ap. Ath.14.647d.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sorte de gâteau à la farine et au vin nouveau.
Étym. lat. mustaceum, μοῦστος.

Greek (Liddell-Scott)

μουστάκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ μούσταξ, (= μύσταξ), Κραμ. Ἀν. Ὀξ. 3. 76. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., Λατ. mustacea, εἶδος πλακοῦντος, Χρύσιππ. Τυαν. παρ’ Ἀθην. 647D· mustacei, παρὰ Κάτωνι R. R. 121.

Greek Monolingual

μουστάκιον, τὸ (Μ)
είδος γλυκού από αλεύρι και μούστο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mustacea, ουδ. πληθ. του mustaceum < λατ. mustum «μούστος»].