ἰνοειδής

From LSJ
Revision as of 17:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167

German (Pape)

[Seite 1255] ές, = ἰνώδης, ες, nervig, faserig; Xen. Cyn. 4, 1; Arist. H. A. 2, 17 u. öfter; ἰνωδέστατον αῖμα part. an. 2, 4. Vgl. ἴς.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
rempli de fibre, nerveux.
Étymologie: ἴς, εἶδος.

Greek (Liddell-Scott)

ἰνοειδής: -ές, = ἰνώδης, Θεοφρ. Ἱστ. Φυτ. 3. 12, 7.

Greek Monolingual

ἰνοειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει ίνες, ο ινώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴς, ἰνός + -ειδής].