μαμμάκυθος
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui se cache dans les jupes de sa mère, niais, nigaud, sot.
Étymologie: μάμμα, κεύθω.
Greek Monolingual
Μαμμάκυθος, ὁ (Α)
1. (στον Αριστοφ.) κωμική λέξη για ηλιθίους («κεχηνότες Μαμμάκυθοι», Αριστοφ.)
2. ως κύριο όν. Μαμμάκυθος
τίτλος έργου του Πλάτωνος του Κωμικού ή του Αρισταγόρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάμμη + -κυθος (πρβλ. κευθω «κρύβω»). Η λ. στον Αριστοφάνη πλάστηκε για να χαρακτηρίσει κωμικό πρόσωπο (πρβλ. βλιτομάμμας, συκομάμμας)].
Russian (Dvoretsky)
μαμμάκῠθος: (ᾱκ) ὁ маменькин сынок, т. е. простофиля Arph.
German (Pape)
ὁ, Eigenname eines Dummkopfes, od. vielleicht komisch gebildet von μάμμα und κεύθω, »eine Memme, die sich in ihrer Mama Schoß verkriecht«, Passow, Ar. Ran. 990. Vgl. βλιττομάμμας und σιτομάμμας.