περιδεῶς
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
French (Bailly abrégé)
adv.
avec effroi.
Étymologie: περιδεής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιδεῶς adv. van περιδεής.
Russian (Dvoretsky)
περιδεῶς: в сильном страхе, боязливо Thuc., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
περιδεῶς: ἴδε περιδεὴς ἐν τέλει.
English (Woodhouse)
(see also: περιδεής) in a frightened way, in fear