ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
α;adj. m. dor.hospitalier.Étymologie: ξένος, ἡγέομαι.
ξενᾱγέτας guiding strangers βάρυνθεν δὲ περισσὰ Δελφοὶ ξεναγέται (N. 7.43)
ξενᾱγέτᾱς: α adj. m дор. = ξεναγέτης.