ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow
adv.avec irréflexion.Étymologie: ἄβουλος.
ἀβούλως: безрассудно, необдуманно Her.
insensatamente, irreflexivamente