καταπαγίως
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
German (Pape)
[Seite 1367] sehr fest, πόλιν κ. οἰκεῖν, eine Stadt als festen, beständigen Sitz bewohnen, Isocr. 15, 156.
French (Bailly abrégé)
adv.
à état fixe, comme résidence fixe.
Étymologie: κατά, πάγιος.
Greek (Liddell-Scott)
καταπᾰγίως: ἐπίρρ., συνεχῶς, διαρκῶς, μονίμως, πόλιν κ. οἰκεῖν Ἰσοκρ. ἐν Ἀντιδ. § 167.
Russian (Dvoretsky)
καταπᾰγίως: adv. прочно, т. е. в качестве постоянных жителей, постоянно (πόλιν οἰκεῖν Isocr.).