τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
adv.
en somme, au total.
Étymologie: σύνολος.
συνόλως: в целом, вообще Isocr.
συνόλως: ἴδε σύνολος ἐν τέλει.
Α
βλ. σύνολος.