σπονδυλώδης
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
ες, like vertebrae, Sch. Il. 5.586.
Greek Monolingual
-ες / σπονδυλώδης, -ῶδες, ΝΑ, και σφονδυλώδης, -ῶδες, Α σπόνδυλος / σφόνδυλος]]
όμοιος με σπόνδυλο.