Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τορευτική

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ τορεύω
η τέχνη με την οποία κατασκευάζονται ανάγλυφες ή εντυπωμένες παραστάσεις πάνω σε μέταλλο, συνήθως χρυσό, άργυρο, χαλκό, ορείχαλκο και σπανιότερα σίδηρο ή σε ξύλο, τεχνική που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα κατά την αρχαιότητα στη διακόσμηση όπλων, αρμάτων, ποικίλων αναθημάτων, κατόπτρων, αγγείων κ.ά. ειδών.