αλώνισμα

From LSJ
Revision as of 09:06, 19 January 2023 by Spiros (talk | contribs)

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533

Greek Monolingual

το και αλωνισμός, ο αλωνισμός (Γεωπ.)
η εργασία που γίνεται για να διαχωριστούν οι σπόροι (κόκκοι) από τα στελέχη τών σιτηρών, τών οσπρίων και άλλων σπορελαιούχων φυτών.

Translations

threshing

Bulgarian: вършитба; Finnish: puinti; Galician: maza, malla; Greek: αλώνισμα, αλωνισμός; Ancient Greek: ἁλοατός, ἀλόησις, ἀλοησμός, ἀλοητός, ἀλοίησις, ἀλώησις, ἁλωισμός, ἁλωνία, ἐκτιναγμός, ῥαβδισμός; Italian: trebbiatura; Russian: молотьба; Turkish: harman; Ukrainian: молотьба