μεγαλοδοξία
From LSJ
ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general
English (LSJ)
ἡ, high opinion of oneself, in plural, Suid. s.v. ψολοκομπία.
German (Pape)
[Seite 106] ἡ, großer Ruhm, Schol. Ar. Equ. 696 u. Suid., auch Ruhmredigkeit, od. große Meinung von sich.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοδοξία: ἡ, τὸ νὰ ἔχῃ τις μεγάλην περὶ ἑαυτοῦ γνώμην, ἀλαζονεία, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 693.
Greek Monolingual
η (Α μεγαλοδοξία) μεγαλόδοξος
το να έχει κάποιος μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.