μεγαλοδοξία

From LSJ
Revision as of 03:45, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοδοξία Medium diacritics: μεγαλοδοξία Low diacritics: μεγαλοδοξία Capitals: ΜΕΓΑΛΟΔΟΞΙΑ
Transliteration A: megalodoxía Transliteration B: megalodoxia Transliteration C: megalodoksia Beta Code: megalodoci/a

English (LSJ)

ἡ, high opinion of oneself, in plural, Suid. s.v. ψολοκομπία.

German (Pape)

[Seite 106] ἡ, großer Ruhm, Schol. Ar. Equ. 696 u. Suid., auch Ruhmredigkeit, od. große Meinung von sich.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοδοξία: ἡ, τὸ νὰ ἔχῃ τις μεγάλην περὶ ἑαυτοῦ γνώμην, ἀλαζονεία, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 693.

Greek Monolingual

η (Α μεγαλοδοξία) μεγαλόδοξος
το να έχει κάποιος μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.